- αὐτοδάξ
- αὐτοδάξwith the very teethindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοδάξ — αὐτοδάξ επίρρ. (Α) φρ. 1. «γυναῑκες αὐτοδὰξ ὠργισμέναι» τόσο οργισμένες, έτοιμες να δαγκώσουν (Αριστοφ.) 2. «τὸν αὐτοδὰξ τρόπον» τον άγριο χαρακτήρα σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαξ επίρρ. «με τα δόντια» < δάκνω] … Dictionary of Greek